Βελτίωση του υφιστάμενου νομικού πλαισίου

3. Προτάσεις μας.

α) Πρόταση ΦΙΛΟΤΗΣ

  • Αιτιολογική Έκθεση

1. Τα κοινωφελή ιδρύματα και οι περιουσίες οι οποίες καταλείπονται για την εκπλήρωση κοινωφελών σκοπών από πρόσωπα άλλα εκτός από το Δημόσιο υπάγονται στην εποπτεία και τον έλεγχο του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών. Ωστόσο, η κρατική εποπτεία και έλεγχος των κοινωφελών Ιδρυμάτων και κοινωφελών περιουσιών δεν περιορίζονται στον έλεγχο της νομιμότητος, όπως θα έπρεπε, αλλά επεκτείνονται στην πραγματικότητα σε ουσιαστικό έλεγχο της διοικήσεως και διαχειρίσεως αυτών, αφού οι προϋπολογισμοί, ισολογισμοί, απολογισμοί και διάφορες πράξεις διαχειρίσεως (πωλήσεις, μισθώσεις κλ.π) υπόκεινται σε διατυπώσεις και στην προηγουμένη κρατική έγκριση.

2. Η προπεριγραφείσα κατάσταση έχει σαν αποτέλεσμα ότι οι επιθυμούντες να συστήσουν κοινωφελές Ίδρυμα ή να καταλείπουν περιουσία υπέρ κοινωφελούς σκοπού αναγκάζονται είτε να καταφεύγουν στο εξωτερικό και να συστήνουν εκεί ιδρύματα ή άλλα παρεμφερή νομικά πρόσωπα στα οποία να καταλείπουν την περιουσία τους είτε να χρησιμοποιούν διάφορες νομικές μεθοδεύσεις (σύσταση σωματείων, αστικών εταιριών μη κερδοσκοπικού χαρακτήρος κλ.π) είτε να επιδιώκουν τη θέσπιση ειδικών νομοθετικών ρυθμίσεων περί απαλλαγής των συνιστωμένων από αυτούς Ιδρυμάτων από τις εν λόγω διατυπώσεις και εγκρίσεις. Εκτός τούτου οι απαιτούμενες εγκρίσεις και διατυπώσεις έχουν καταστήσει αδύνατη τόσον την εύρυθμη λειτουργία των Ιδρυμάτων όσον και την επωφελή διοίκηση και διαχείριση των κοινωφελών περιουσιών, ενώ αντιθέτως δεν έχουν αποτρέψει πράξεις κακοδιαχειρίσεως των περιουσιών αυτών.

3. Κατ' ακολουθίαν είναι ανάγκη να τροποποιηθούν οι ισχύουσες περί ιδρυμάτων και περί κοινωφελών περιουσιών διατάξεις ώστε να διευκρινισθεί ότι η κρατική εποπτεία θα περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητος και ότι οι πράξεις διοικήσεως και διαχειρίσεως των περιουσιών αυτών δεν θα υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση της αρχής.

Έτσι με την προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση:

- Πρώτον, ορίζεται ρητώς ότι η κρατική εποπτεία περιορίζεται σε έλεγχο νομιμότητας και προσδιορίζεται το περιεχόμενο αυτής προς αποφυγή παρερμηνειών και αμφισβητήσεων.

- Δεύτερον, καθορίζεται ότι η εκκαθάριση των καταλειπομένων περιουσιών, όταν, απαιτείται, διενεργείται όχι με διοικητικές διαδικασίες και εγκρίσεις όπως συμβαίνει σήμερα (άρθρα 97 παρ. 1 και 63 επομ. του α.ν. 2039/1939) αλλά με τη δικαστική διαδικασία της εκκαθαρίσεως κληρονομιών που προβλέπεται από τα άρθρα 1916 επομ. ΑΚ και

- Τρίτον, τίθενται ορισμένοι γενικοί κανόνες για τη διοίκηση και διαχείριση των κοινωφελών περιουσιών από τους, κατά τη συστατική πράξη, διοικούντες και διαχειριζομένους τις περιουσίες αυτές με τους οποίους επιδιώκεται να εξασφαλισθεί η διαφάνεια και να επιτευχθεί η πλέον επωφελής διοίκηση και διαχείριση των περιουσιών αυτών.

Άρθρο 1

1. Οι περιουσίες που αναφέρονται στα άρθρα 95 και 96 του α.ν. 2039/1939 «περί κωδικοποιήσεως των νόμων περί εκκαθαρίσεως και διοικήσεως των εις το Κράτος και υπέρ κοινωφελών σκοπών καταλειπομένων κληρονομιών κληροδοσιών και δωρεών» διοικούνται και διαχειρίζονται από τα οριζόμενα με τη συστατική πράξη όργανα και σύμφωνα με τον τυχόν προσδιοριζόμενο με αυτή ιδιαίτερο τρόπο διοικήσεως, οι δε πράξεις διοικήσεως και διαχειρίσεως των περιουσιών αυτών δεν υπόκεινται σε έγκριση οποιασδήποτε αρχής. Οι περιουσίες αυτές τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, ή του οριζομένου κατά το άρθρο 97 παρ. 3 του α.ν. 2039/1939 άλλου αρμοδίου Υπουργείου, η δε εποπτεία αυτή περιορίζεται στον έλεγχο νομιμότητος των πράξεων διοικήσεως και διαχειρίσεως της καθώς και τον έλεγχο της πίστης και επακριβούς τηρήσεως του περιεχομένου και των όρων της συστατικής τους πράξης ως προς τις διατάξεις της υπέρ κοινωφελούς σκοπού.

Έτσι η εποπτεία αυτή περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων,

α. Την εξουσία να διατάσσει τη διενέργεια διαχειριστικού ή οικονομικού ελέγχου με ορκωτό ή ορκωτούς ελεγκτές για να διαπιστωθεί αν η διοίκηση και διαχείριση της κρινομένης περιουσίας είναι σύμφωνη με τους ορισμούς της συστατικής πράξης και του νόμου.

β. Την εξουσία να ζητά από τους διοικούντες και διαχειριζόμενους τις περιουσίες αυτές πληροφορίες ή στοιχεία σχετικά με τη διοίκηση και διαχείριση τους και με την εκτέλεση του κοινωφελούς σκοπού.

γ. Την εξουσία να διενεργεί έλεγχο για τη διαπίστωση αν τηρούνται οι όροι και το περιεχόμενο της συστατικής πράξης ως προς τις διατάξεις της υπέρ κοινωφελούς σκοπού.

δ. Την εξουσία να ζητήσει την αντικατάσταση των διοικούντων και διαχειριζομένων τις παραπάνω περιουσίες σε περίπτωση κατά την οποίαν είτε παραβιάζουν τους όρους και το περιεχόμενο της συστατικής πράξης ως προς τις διατάξεις της υπέρ κοινωφελούς σκοπού είτε διοικούν και διαχειρίζονται την καταλειφθείσα περιουσία κατά τρόπον αντίθετο προς τη συστατική πράξη ή το νόμο ή κατά τρόπο βλαπτικό για τον κοινωφελή σκοπό, από το κατά το άρθρο 825 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας αρμόδιο δικαστήριο. Αν η συστατική πράξη προβλέπει αντικατάσταση ή τρόπον επιλογής αντικαταστάτη, το δικαστήριο, σε περίπτωση αποδοχής της αιτήσεως, διορίζει ως νέο διοικητή και διαχειριστή της καταλειφθείσης περιουσίας τον προβλεπόμενο αντικαταστάτη ή διατάσσει τα αρμόδια όργανα να προβούν στην επιλογή αντικαταστάτη εντός ταχθείσης προθεσμίας, ενώ αν η συστατική πράξη δεν περιέχει παρόμοια πρόβλεψη ή τα αρμόδια όργανα δεν προβούν σε επιλογή αντικαταστάτη εντός της ταχθείσας προθεσμίας, διορίζει ως νέο διοικητή και διαχειριστή της καταλειφθείσης περιουσίας πρόσωπο ή πρόσωπα εγνωσμένου κύρους και αδιαμφισβητήτου ακεραιότητας όπως π.χ. επίτιμοι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί, ομότιμοι καθηγητές ανωτάτων σχολών, επίτιμοι ανώτατοι κρατικοί λειτουργοί, δικηγόροι στον Άρειο Πάγο ή συμβολαιογράφοι έχοντες τριακονταετή τουλάχιστον υπηρεσία κλ.π. Με την περί αντικαταστάσεως και διορισμό νέου διοικητή και διαχειριστή απόφαση ή με μεταγενέστερη απόφαση του ως άνω δικαστηρίου διατάσσεται ο αντικατασταθείς διοικητής και διαχειριστής να παραδώσει την καταλειφθείσα περιουσία και συγκεκριμένα όλα τα στοιχεία αυτής στο νέο διοικητή και διαχειριστή.

2. Οι προαναφερθείσες περιουσίες, αν υπάρχει ανάγκη, όπως αν έχουν χρέη ή βάρη ή αν απαιτείται η προηγούμενη ρευστοποίηση των στοιχείων τους για την εκπλήρωση του ταχθέντος κοινωφελούς σκοπού, εκκαθαρίζονται κατά τις διατάξεις των άρθρων 1916 επομ. Αστικού Κώδικα περί δικαστικής εκκαθάρισης της κληρονομίας από τον τυχόν ορισθέντα με τη συστατική πράξη εκτελεστή της διαθήκης ή από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίον καταλείφθηκε με τη συστατική πράξη η σχετική περιουσία προς εκπλήρωση κοινωφελούς σκοπού. Η εκκαθάριση περιουσιών αυτών τελεί υπό την κατά την παρ. 1 του παρόντος εποπτεία του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών ή του αρμοδίου άλλου Υπουργείου.

3. Η κατάρτιση συμβάσεων πάσης φύσεως που αφορούν στις παραπάνω περιουσίες διέπεται από τις παρακάτω γενικές διατάξεις.

α. Οι συμβάσεις που αφορούν στις παραπάνω περιουσίες καταρτίζονται ελευθέρως από τους διοικούντες και διαχειριζομένους αυτές ελευθέρως και χωρίς την προηγούμενη έγκριση οποιασδήποτε αρχής, υπόκεινται, όμως, στους παρακάτω περιορισμούς.

β. Η κατάρτιση συμβάσεων πωλήσεως, μισθώσεως, εκχωρήσεως, παραχωρήσεως εκμεταλλεύσεως και αξιοποιήσεως ακινήτων, κινητών (πλην χρηματιστηριακών πραγμάτων) και δικαιωμάτων πάσης φύσεως που ανήκουν στις προαναφερθείσες περιουσίες και έχουν αξία μεγαλυτέρα των ............. Ευρώ γίνεται κατόπιν διαγωνισμού ενώπιον επιτροπών που ορίζουν οι διοικούντες και διαχειριζόμενοι τις περιουσίες αυτές, ο οποίος διεξάγεται μετά από σχετική διακήρυξη, η οποία καθορίζει το είδος διαγωνισμού (έγγραφες προσφορές ή προφορική πλειοδοσία ενώπιον της επιτροπής ή συνδυασμός εγγράφων προσφορών και προφορικής στη συνέχεια πλειοδοσίας ή απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ επιλεγομένων κατόπιν ειδικής διαδικασίας υποψηφίων), τον τρόπον κατακυρώσεως του διαγωνισμού (στον πλειοδότη ή στον προσφέροντα την πλέον συμφέρουσα προσφορά) τους όρους συμμετοχής στο διαγωνισμό (κατάθεση εγγυοδοσίας κλ.π), την τιμή πρώτης προσφοράς, η οποία προκειμένου περί συμβάσεως πωλήσεως και μισθώσεως ακινήτου δεν πρέπει να είναι κατώτερη της αξίας του ακινήτου ή του 1/12 του 5% της αξίας αυτών, αντιστοίχως όπως η αξία αυτή προσδιορίζεται κατά το αντικειμενικό σύστημα, καθώς και όλα τα λοιπά συναφή με το διαγωνισμό ζητήματα.

γ. Περίληψη της κατά το εδάφιο β διακηρύξεως που θα περιέχει την ημέρα, τόπο και ώρα του διαγωνισμού, το είδος αυτού, τον τρόπον κατακυρώσεως, την τιμή πρώτης προσφοράς και τους όρους συμμετοχής στον διαγωνισμό δημοσιεύεται δύο φορές σε ημερήσια εφημερίδα του τόπου όπου θα διεξαχθεί ο διαγωνισμός δέκα τουλάχιστον ημέρες πριν από τον χρόνο διεξαγωγής του. Αν στο τόπον αυτό δεν εκδίδεται ημερήσια εφημερίδα, τότε η ως άνω περίληψη δημοσιεύεται σε μία τοπική εφημερίδα και σε μία ημερήσια εφημερίδα πανελληνίας εμβέλειας που εκδίδεται στην Αθήνα.

δ. Οι εισηγμένες σε χρηματιστήριο μετοχές και τα άλλα χρηματιστηριακά πράγματα που ανήκουν στις παραπάνω περιουσίες πωλούνται χρηματιστηριακώς.

ε. Η κατάρτιση συμβάσεων έργου και προμηθειών που αφορούν στις παραπάνω περιουσίες και έχουν αντικείμενο μεγαλύτερο των ............. Ευρώ γίνεται κατόπιν διαγωνισμού ενώπιον επιτροπών που ορίζουν οι διοικούντες και διαχειριζόμενοι τις περιουσίες αυτές, ο οποίος διεξάγεται κατόπιν διακηρύξεως και κατακυρούται στο μειοδότη ή στον προσφέροντα την πλέον συμφέρουσα προσφορά. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων β και γ του παρόντος.

στ. Η κατάρτιση των πάσης φύσεως συμβάσεων των οποίων το αντικείμενο είναι μικρότερο των ορίων που προσδιορίζεται με τα εδαφ. β και ε γίνεται είτε κατόπιν προχείρου διαγωνισμού είτε κατόπιν απευθείας διαπραγματεύσεως.

ζ. Τα αναφερόμενα στα εδαφ. β και ε όρια αυξομειώνονται με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

« Πίσω